wage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wage | wages |
wage (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wages |
αόριστος | waged |
παθητική μετοχή | waged |
ενεργητική μετοχή | waging |
wage (en)
- διεξάγω κάτι
- ⮡ I am waging war on hunger - Πολεμώ την πείνα