Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wage wages

wage (en)

ενεστώτας wage
γ΄ ενικό ενεστώτα wages
αόριστος waged
παθητική μετοχή waged
ενεργητική μετοχή waging

wage (en)

  1. διεξάγω κάτι
    (ειδικότερα) πολεμώ, κάνω πόλεμο
    • ⮡  I am waging war on hunger - Πολεμώ την πείνα
  NODES