weak
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | weak |
συγκριτικός | weaker |
υπερθετικός | weakest |
Επίθετο
επεξεργασίαweak (en)
- αδύνατος, ασθενής
- ⮡ I feel very weak.
- Νιώθω πολύ αδύνατος.
- ⮡ weak sight/heart/hearing - αδύνατη όραση/καρδιά/ακοή
- ⮡ the weak points of a plan/argument - τα ασθενή σημεία ενός σχεδίου/επιχειρήματος
- ⮡ weak defense - ασθενής άμυνα
- ⮡ I feel very weak.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- weak - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 14, 130. ISBN 9780194325684., λήμμα: αδύνατος, ασθενής