παραθετικά
θετικός weak
συγκριτικός weaker
υπερθετικός weakest

  Επίθετο

επεξεργασία

weak (en)

  • αδύνατος, ασθενής
    ⮡  I feel very weak.
    Νιώθω πολύ αδύνατος.
    ⮡  weak sight/heart/hearing - αδύνατη όραση/καρδιά/ακοή
    ⮡  the weak points of a plan/argument - τα ασθενή σημεία ενός σχεδίου/επιχειρήματος
    ⮡  weak defense - ασθενής άμυνα
  NODES
Done 1