well-informed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well-informed |
συγκριτικός | better-informed / more well-informed |
υπερθετικός | best-informed / most well-informed |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwell-informed (en)
- θαυμάσια ενημερωμένος, διαβασμένος
- ⮡ He is well-informed.
- Είναι θαυμάσια ενημερωμένος.
- ⮡ I’m not well-informed about Greek politics.
- Δεν είμαι ενημερωμένη στα πολιτικά της Ελλάδας.
- ⮡ He is well-informed and smart.
- Αυτός είναι διαβασμένος και έξυπνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη learned
- ≠ αντώνυμα: ill-informed
- ⮡ He is well-informed.