word
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
word | words |
word (en)
- η λέξη, γλωσσική μονάδα που περιέχει σημασία και γραμματικό προσδιορισμό
- ⮡ a monosyllabic/polysyllabic word - μονοσύλλαβη/πολυσύλλαβη λέξη
- ⮡ In every language, new words are created, while old ones are lost.
- Σε κάθε γλώσσα νέες λέξεις δημιουργούνται, ενώ παλιές χάνονται.
- ⮡ No Greek word has an accent before the antepenultimate syllable.
- Καμιά ελληνική λέξη δεν τονίζεται πριν από την προπαραλήγουσα.
- ⮡ What does this word mean?
- Τι σημαίνει αυτή η λέξη;
- ⮡ I don’t know a word of Russian.
- Δεν ξέρω ούτε λέξη Ρωσικά.
- η λέξη, η κουβέντα, κάτι που λέω
- ⮡ I've been working for a month and not a word about payment.
- Δουλεύω ένα μήνα κι ούτε λέξη για πληρωμή.
- ⮡ I didn’t understand a word of what she said to me.
- Δεν κατάλαβα ούτε λέξη απ΄ όσα μου ΄πε.
- ⮡ I couldn’t get a word out of him.
- Δεν μπόρεσα να του πάρω λέξη.
- ⮡ I don’t believe in a word of it.
- Δε πιστεύω ούτε λέξη.
- ⮡ I can’t find words to express my gratitude to you.
- Δε βρίσκω λέξεις να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.
- ⮡ She put her thoughts into words.
- Εξέφρασε τις σκέψεις της με λέξεις.
- ⮡ Regarding the fee increases, he didn't say a word.
- Αναφορικά με τις αυξήσεις στα τέλη, δεν είπε κουβέντα.
- ⮡ I've been working for a month and not a word about payment.
- (πληροφορική) λέξη
- δείτε επίσης: word στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | word |
γ΄ ενικό ενεστώτα | words |
αόριστος | worded |
παθητική μετοχή | worded |
ενεργητική μετοχή | wording |
word (en)
- διατυπώνω, γράφω ή λέω κάτι με συγκεκριμένες λέξεις
- ⮡ You could word your objections more politely.
- Θα μπορούσες να διατυπώσεις τις αντιρρήσεις σου πιο ευγενικά.
- ⮡ The way the agreement was worded, it doesn’t provide for us.
- Έτσι όπως διατυπώθηκε η συμφωνία, δε μας κατοχυρώνει.
- ⮡ You could word your objections more politely.