znak
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαznak < πρωτοσλαβική znakъ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαznak (pl) αρσενικό
- το σήμα:
- κάποια πινακίδα ή κάποιο γνωστό σχέδιο
- κάποιος ήχος ή χειρονομία που έχουμε προηγουμένως συμφωνήσει
- (γραμματική) το σημείο
- (μαθηματικά) το πρόσημο