Greek

edit

Adjective

edit

άτοκος (átokosm (feminine άτοκη, neuter άτοκο)

  1. (finance) interest-free, not bearing interest

Declension

edit
Declension of άτοκος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτοκος (átokos) άτοκη (átoki) άτοκο (átoko) άτοκοι (átokoi) άτοκες (átokes) άτοκα (átoka)
genitive άτοκου (átokou) άτοκης (átokis) άτοκου (átokou) άτοκων (átokon) άτοκων (átokon) άτοκων (átokon)
accusative άτοκο (átoko) άτοκη (átoki) άτοκο (átoko) άτοκους (átokous) άτοκες (átokes) άτοκα (átoka)
vocative άτοκε (átoke) άτοκη (átoki) άτοκο (átoko) άτοκοι (átokoi) άτοκες (átokes) άτοκα (átoka)
edit
  NODES
Note 1