Greek

edit

Adjective

edit

άχαρος (ácharosm (feminine άχαρη, neuter άχαρο)

  1. bleak (cheerless)
  2. joyless

Declension

edit
Declension of άχαρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άχαρος (ácharos) άχαρη (áchari) άχαρο (ácharo) άχαροι (ácharoi) άχαρες (áchares) άχαρα (áchara)
genitive άχαρου (ácharou) άχαρης (ácharis) άχαρου (ácharou) άχαρων (ácharon) άχαρων (ácharon) άχαρων (ácharon)
accusative άχαρο (ácharo) άχαρη (áchari) άχαρο (ácharo) άχαρους (ácharous) άχαρες (áchares) άχαρα (áchara)
vocative άχαρε (áchare) άχαρη (áchari) άχαρο (ácharo) άχαροι (ácharoi) άχαρες (áchares) άχαρα (áchara)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχαρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχαρος, etc.)

  NODES
Note 1