Greek

edit

Etymology

edit

Inherited from Ancient Greek ἄχρηστος (ákhrēstos). By surface analysis, ά- (privative a-) +‎ χρηστός (christós, ethical, ancient sense: good).

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ˈa.xɾi.stos/
  • Hyphenation: ά‧χρη‧στος

Adjective

edit

άχρηστος (áchristosm (feminine άχρηστη, neuter άχρηστο)

  1. useless, unusable (thing)
  2. (derogatory) ineffective (of a person)
    Μα τι άχρηστος που είσαι! Ούτε ένα πρόβλημα δεν μπορείς να λύσεις;
    Ma ti áchristos pou eísai! Oúte éna próvlima den boreís na lýseis?
    Oh you are so useless! Can't you solve even one problem?
    Synonym: ανίκανος (aníkanos)
  3. (offensive) useless (of a person, usually in the vocative)
    Άντε ρε άχρηστε!
    Ánte re áchriste!
    Shoo, you useless man!
    Synonym: ρεμάλι (remáli) and its numerous synonyms

Declension

edit
Declension of άχρηστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άχρηστος (áchristos) άχρηστη (áchristi) άχρηστο (áchristo) άχρηστοι (áchristoi) άχρηστες (áchristes) άχρηστα (áchrista)
genitive άχρηστου (áchristou) άχρηστης (áchristis) άχρηστου (áchristou) άχρηστων (áchriston) άχρηστων (áchriston) άχρηστων (áchriston)
accusative άχρηστο (áchristo) άχρηστη (áchristi) άχρηστο (áchristo) άχρηστους (áchristous) άχρηστες (áchristes) άχρηστα (áchrista)
vocative άχρηστε (áchriste) άχρηστη (áchristi) άχρηστο (áchristo) άχρηστοι (áchristoi) άχρηστες (áchristes) άχρηστα (áchrista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχρηστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχρηστος, etc.)

Antonyms

edit
edit

See also

edit
  NODES
eth 1
see 4