άχρηστος
See also: ἄχρηστος
Greek
editEtymology
editInherited from Ancient Greek ἄχρηστος (ákhrēstos). By surface analysis, ά- (privative a-) + χρηστός (christós, “ethical, ancient sense: good”).
Pronunciation
editAdjective
editάχρηστος • (áchristos) m (feminine άχρηστη, neuter άχρηστο)
- useless, unusable (thing)
- (derogatory) ineffective (of a person)
- Μα τι άχρηστος που είσαι! Ούτε ένα πρόβλημα δεν μπορείς να λύσεις;
- Ma ti áchristos pou eísai! Oúte éna próvlima den boreís na lýseis?
- Oh you are so useless! Can't you solve even one problem?
- Synonym: ανίκανος (aníkanos)
- (offensive) useless (of a person, usually in the vocative)
- Άντε ρε άχρηστε!
- Ánte re áchriste!
- Shoo, you useless man!
- Synonym: ρεμάλι (remáli) and its numerous synonyms
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άχρηστος (áchristos) | άχρηστη (áchristi) | άχρηστο (áchristo) | άχρηστοι (áchristoi) | άχρηστες (áchristes) | άχρηστα (áchrista) | |
genitive | άχρηστου (áchristou) | άχρηστης (áchristis) | άχρηστου (áchristou) | άχρηστων (áchriston) | άχρηστων (áchriston) | άχρηστων (áchriston) | |
accusative | άχρηστο (áchristo) | άχρηστη (áchristi) | άχρηστο (áchristo) | άχρηστους (áchristous) | άχρηστες (áchristes) | άχρηστα (áchrista) | |
vocative | άχρηστε (áchriste) | άχρηστη (áchristi) | άχρηστο (áchristo) | άχρηστοι (áchristoi) | άχρηστες (áchristes) | άχρηστα (áchrista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχρηστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχρηστος, etc.)
Antonyms
edit- χρήσιμος (chrísimos, “useful”)
Related terms
edit- αχρήστευση f (achrístefsi)
- αρχηστεύω (archistévo, “cause to be useless”)
- αχρηστία f (achristía)
- δυσχρηστία f (dyschristía)
- δύσχρηστος (dýschristos, “difficult to use, dysfunctional”)
- ευχρηστία f (efchristía)
- εύχρηστος (éfchristos, “easy to use”)
- καταχρηστικός (katachristikós, “spurious”)
- κοινόχρηστος (koinóchristos)
- χρήστης m (chrístis, “user”)
- χρηστικός (christikós)
- and see: χρήση f (chrísi, “usage, use”)
See also
edit- μάταιος (mátaios, “pointless”)