Greek

edit

Adjective

edit

έξαλλος (éxallosm (feminine έξαλλη, neuter έξαλλο)

  1. frantic, frenzied, very angry

Declension

edit
Declension of έξαλλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έξαλλος (éxallos) έξαλλη (éxalli) έξαλλο (éxallo) έξαλλοι (éxalloi) έξαλλες (éxalles) έξαλλα (éxalla)
genitive έξαλλου (éxallou) έξαλλης (éxallis) έξαλλου (éxallou) έξαλλων (éxallon) έξαλλων (éxallon) έξαλλων (éxallon)
accusative έξαλλο (éxallo) έξαλλη (éxalli) έξαλλο (éxallo) έξαλλους (éxallous) έξαλλες (éxalles) έξαλλα (éxalla)
vocative έξαλλε (éxalle) έξαλλη (éxalli) έξαλλο (éxallo) έξαλλοι (éxalloi) έξαλλες (éxalles) έξαλλα (éxalla)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έξαλλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έξαλλος, etc.)

Coordinate terms

edit
  NODES
HOME 1
languages 1
Note 1
os 6