From Ancient Greek ἕως (héōs, “until, till, while”).
έως • (éos) (+ accusative)
- (position): until
Πάω έως την άκρη του κόσμου.- Páo éos tin ákri tou kósmou.
- I go to the end of the world.
- (time): until, before
Θα είμαι στο σπίτι έως τις έξι.- Tha eímai sto spíti éos tis éxi.
- I'll be home before six.