Greek

edit

Etymology

edit

Learnedly from αίσι(ος) (aísi(os)) +‎ -ο- (-o-) +‎ δόξ(α) (dóx(a)) +‎ -ος (-os).[1]

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /e.siˈo.ðo.ksos/
  • Hyphenation: αι‧σι‧ό‧δο‧ξος

Adjective

edit

αισιόδοξος (aisiódoxosm (feminine αισιόδοξη, neuter αισιόδοξο)

  1. optimistic
    Είμαι γενικά αισιόδοξος.
    Eímai geniká aisiódoxos.
    I am generally optimistic.

Declension

edit
Declension of αισιόδοξος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισιόδοξος (aisiódoxos) αισιόδοξη (aisiódoxi) αισιόδοξο (aisiódoxo) αισιόδοξοι (aisiódoxoi) αισιόδοξες (aisiódoxes) αισιόδοξα (aisiódoxa)
genitive αισιόδοξου (aisiódoxou) αισιόδοξης (aisiódoxis) αισιόδοξου (aisiódoxou) αισιόδοξων (aisiódoxon) αισιόδοξων (aisiódoxon) αισιόδοξων (aisiódoxon)
accusative αισιόδοξο (aisiódoxo) αισιόδοξη (aisiódoxi) αισιόδοξο (aisiódoxo) αισιόδοξους (aisiódoxous) αισιόδοξες (aisiódoxes) αισιόδοξα (aisiódoxa)
vocative αισιόδοξε (aisiódoxe) αισιόδοξη (aisiódoxi) αισιόδοξο (aisiódoxo) αισιόδοξοι (aisiódoxoi) αισιόδοξες (aisiódoxes) αισιόδοξα (aisiódoxa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισιόδοξος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισιόδοξος, etc.)

Noun

edit

αισιόδοξος (aisiódoxosm (plural αισιόδοξοι, feminine αισιόδοξη)

  1. optimist

Declension

edit
Declension of αισιόδοξος
singular plural
nominative αισιόδοξος (aisiódoxos) αισιόδοξοι (aisiódoxoi)
genitive αισιόδοξου (aisiódoxou) αισιόδοξων (aisiódoxon)
accusative αισιόδοξο (aisiódoxo) αισιόδοξους (aisiódoxous)
vocative αισιόδοξε (aisiódoxe) αισιόδοξοι (aisiódoxoi)

Synonyms

edit

Antonyms

edit

Derived terms

edit

References

edit
  1. ^ αισιόδοξος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  NODES