Greek

edit

Adjective

edit

ακμαίος (akmaíosm (feminine ακμαία, neuter ακμαίο)

  1. flourishing, vigorous, thriving

Declension

edit
Declension of ακμαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακμαίος (akmaíos) ακμαία (akmaía) ακμαίο (akmaío) ακμαίοι (akmaíoi) ακμαίες (akmaíes) ακμαία (akmaía)
genitive ακμαίου (akmaíou) ακμαίας (akmaías) ακμαίου (akmaíou) ακμαίων (akmaíon) ακμαίων (akmaíon) ακμαίων (akmaíon)
accusative ακμαίο (akmaío) ακμαία (akmaía) ακμαίο (akmaío) ακμαίους (akmaíous) ακμαίες (akmaíes) ακμαία (akmaía)
vocative ακμαίε (akmaíe) ακμαία (akmaía) ακμαίο (akmaío) ακμαίοι (akmaíoi) ακμαίες (akmaíes) ακμαία (akmaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακμαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακμαίος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακμαιότερος (akmaióteros) ακμαιότερη (akmaióteri) ακμαιότερο (akmaiótero) ακμαιότεροι (akmaióteroi) ακμαιότερες (akmaióteres) ακμαιότερα (akmaiótera)
genitive ακμαιότερου (akmaióterou) ακμαιότερης (akmaióteris) ακμαιότερου (akmaióterou) ακμαιότερων (akmaióteron) ακμαιότερων (akmaióteron) ακμαιότερων (akmaióteron)
accusative ακμαιότερο (akmaiótero) ακμαιότερη (akmaióteri) ακμαιότερο (akmaiótero) ακμαιότερους (akmaióterous) ακμαιότερες (akmaióteres) ακμαιότερα (akmaiótera)
vocative ακμαιότερε (akmaiótere) ακμαιότερη (akmaióteri) ακμαιότερο (akmaiótero) ακμαιότεροι (akmaióteroi) ακμαιότερες (akmaióteres) ακμαιότερα (akmaiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακμαιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακμαιότατος (akmaiótatos) ακμαιότατη (akmaiótati) ακμαιότατο (akmaiótato) ακμαιότατοι (akmaiótatoi) ακμαιότατες (akmaiótates) ακμαιότατα (akmaiótata)
genitive ακμαιότατου (akmaiótatou) ακμαιότατης (akmaiótatis) ακμαιότατου (akmaiótatou) ακμαιότατων (akmaiótaton) ακμαιότατων (akmaiótaton) ακμαιότατων (akmaiótaton)
accusative ακμαιότατο (akmaiótato) ακμαιότατη (akmaiótati) ακμαιότατο (akmaiótato) ακμαιότατους (akmaiótatous) ακμαιότατες (akmaiótates) ακμαιότατα (akmaiótata)
vocative ακμαιότατε (akmaiótate) ακμαιότατη (akmaiótati) ακμαιότατο (akmaiótato) ακμαιότατοι (akmaiótatoi) ακμαιότατες (akmaiótates) ακμαιότατα (akmaiótata)
edit
  NODES
Note 1