Greek

edit

Adjective

edit

αλκαλικός (alkalikósm (feminine αλκαλική, neuter αλκαλικό)

  1. (chemistry) alkaline

Declension

edit
Declension of αλκαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλκαλικός (alkalikós) αλκαλική (alkalikí) αλκαλικό (alkalikó) αλκαλικοί (alkalikoí) αλκαλικές (alkalikés) αλκαλικά (alkaliká)
genitive αλκαλικού (alkalikoú) αλκαλικής (alkalikís) αλκαλικού (alkalikoú) αλκαλικών (alkalikón) αλκαλικών (alkalikón) αλκαλικών (alkalikón)
accusative αλκαλικό (alkalikó) αλκαλική (alkalikí) αλκαλικό (alkalikó) αλκαλικούς (alkalikoús) αλκαλικές (alkalikés) αλκαλικά (alkaliká)
vocative αλκαλικέ (alkaliké) αλκαλική (alkalikí) αλκαλικό (alkalikó) αλκαλικοί (alkalikoí) αλκαλικές (alkalikés) αλκαλικά (alkaliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλκαλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλκαλικός, etc.)

edit

Further reading

edit
  NODES
Note 1