αλκαλικός
Greek
editAdjective
editαλκαλικός • (alkalikós) m (feminine αλκαλική, neuter αλκαλικό)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλκαλικός (alkalikós) | αλκαλική (alkalikí) | αλκαλικό (alkalikó) | αλκαλικοί (alkalikoí) | αλκαλικές (alkalikés) | αλκαλικά (alkaliká) | |
genitive | αλκαλικού (alkalikoú) | αλκαλικής (alkalikís) | αλκαλικού (alkalikoú) | αλκαλικών (alkalikón) | αλκαλικών (alkalikón) | αλκαλικών (alkalikón) | |
accusative | αλκαλικό (alkalikó) | αλκαλική (alkalikí) | αλκαλικό (alkalikó) | αλκαλικούς (alkalikoús) | αλκαλικές (alkalikés) | αλκαλικά (alkaliká) | |
vocative | αλκαλικέ (alkaliké) | αλκαλική (alkalikí) | αλκαλικό (alkalikó) | αλκαλικοί (alkalikoí) | αλκαλικές (alkalikés) | αλκαλικά (alkaliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλκαλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλκαλικός, etc.)
Related terms
edit- see: αλκάλιο n (alkálio, “alkali”)
Further reading
edit- Αλκάλια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el