αμμοδοχείο
Greek
editEtymology
editάμμος (ámmos, “sand”) + δοχείο (docheío, “container”)
Noun
editαμμοδοχείο • (ammodocheío) f (plural αμμοδοχεία)
- sandpit (UK), sandbox (US)
- litter tray (UK), litter box (US) (for cats)
- sand table
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμμοδοχείο (ammodocheío) | αμμοδοχεία (ammodocheía) |
genitive | αμμοδοχείου (ammodocheíou) | αμμοδοχείων (ammodocheíon) |
accusative | αμμοδοχείο (ammodocheío) | αμμοδοχεία (ammodocheía) |
vocative | αμμοδοχείο (ammodocheío) | αμμοδοχεία (ammodocheía) |
Synonyms
edit- αμμοδόχος (ammodóchos)
Further reading
edit- αμμοδοχείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language