αναλύω
See also: ἀναλύω
Greek
editAlternative forms
editFor sense "dilute, dissolve, melt"
- αναλώ (analó) / αναλάω (analáo) (demotic, medieval. Contracted & uncontracted)
- αναλυώνω (analyóno) & αναλειώνω (mediaeval spelling)
Etymology
editFrom Ancient Greek ἀναλύω (“unloose; resolve into its elements”). For modern senses, semantic loan from French analyser and English analyse.[1] Morphologically, from ανα- + λύω.
Pronunciation
editVerb
editαναλύω • (analýo) (past ανέλυσα/ανάλυσα, passive αναλύομαι)
- to analyse (UK), analyze (US), assay
- (linguistics) to parse
- (by extension) to dilute
- (by extension) to psychoanalyse (especially in the passive)
- Synonym: ψυχαναλύω (psychanalýo)
Conjugation
editαναλύω αναλύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναλύω | αναλύσω | αναλύομαι | αναλυθώ |
2 sg | αναλύεις | αναλύσεις | αναλύεσαι | αναλυθείς |
3 sg | αναλύει | αναλύσει | αναλύεται | αναλυθεί |
1 pl | αναλύουμε, [‑ομε] | αναλύσουμε, [‑ομε] | αναλυόμαστε | αναλυθούμε |
2 pl | αναλύετε | αναλύσετε | αναλύεστε, αναλυόσαστε | αναλυθείτε |
3 pl | αναλύουν(ε) | αναλύσουν(ε) | αναλύονται | αναλυθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέλυα | ανέλυσα, ανάλυσα1 | αναλυόμουν(α) | αναλύθηκα |
2 sg | ανέλυες | ανέλυσες, ανάλυσες | αναλυόσουν(α) | αναλύθηκες |
3 sg | ανέλυε | ανέλυσε, ανάλυσε | αναλυόταν(ε) | αναλύθηκε |
1 pl | αναλύαμε | αναλύσαμε | αναλυόμασταν, (‑όμαστε) | αναλυθήκαμε |
2 pl | αναλύατε | αναλύσατε | αναλυόσασταν, (‑όσαστε) | αναλυθήκατε |
3 pl | ανέλυαν, αναλύαν(ε) | ανέλυσαν, αναλύσαν(ε), ανάλυσαν | αναλύονταν, (αναλυόντουσαν) | αναλύθηκαν, αναλυθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναλύω ➤ | θα αναλύσω ➤ | θα αναλύομαι ➤ | θα αναλυθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναλύεις, … | θα αναλύσεις, … | θα αναλύεσαι, … | θα αναλυθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναλύσει έχω, έχεις, … αναλυμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναλυθεί είμαι, είσαι, … αναλυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναλύσει είχα, είχες, … αναλυμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναλυθεί ήμουν, ήσουν, … αναλυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναλύσει θα έχω, θα έχεις, … αναλυμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναλυθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναλυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάλυε | ανάλυσε | — | αναλύσου |
2 pl | αναλύετε | αναλύστε | αναλύεστε | αναλυθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναλύοντας ➤ | αναλυόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναλύσει ➤ | αναλυμένος, ‑η, ‑ο 2 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναλύσει | αναλυθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Forms with internal augment "-έ-" ανέλυσα or without (informal, less frequent ανάλυσα). 2. Also with reduplication the dated [{αναλελυμένος, -η, -ο}] • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
edit- αναλελυμένος (analelyménos, “analysed”, participle) (formal, ancient)
- ανάλυμα n (anályma, “meltin, solution”)
- αναλυμένος (analyménos, “analysed”, participle)
- ανάλυση f (análysi, “analysis”)
- αναλυτής m (analytís, “analyst”)
- αναλυτά (analytá, “loosely”, adverb)
- αναλυτικά (analytiká, “analytically, in detail”, adverb)
- αναλυτικός (analytikós, “analytic”)
- αναλυτικότητα f (analytikótita, “analyticity”)
- αναλυτικώς (analytikós, “analytically, in detail”, adverb) (formal)
- αναλυτός (analytós, “loosely tied; dissolved”)
- διαλύω (dialýo, “dissolve”)
- ψυχαναλύω (psychanalýo, “to psychoanalyse”)
- and see: λύω (lýo, “untie; solve”)
References
edit- ^ αναλύω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek semantic loans from English
- Greek terms derived from English
- Greek terms prefixed with ανα-
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- el:Linguistics
- Greek verbs conjugating like 'διαλύω'