Greek

edit

Noun

edit

αναφώνηση (anafónisif (plural αναφωνήσεις)

  1. exclamation, interjection, cry, ejaculation

Declension

edit
Declension of αναφώνηση
singular plural
nominative αναφώνηση (anafónisi) αναφωνήσεις (anafoníseis)
genitive αναφώνησης (anafónisis) αναφωνήσεων (anafoníseon)
accusative αναφώνηση (anafónisi) αναφωνήσεις (anafoníseis)
vocative αναφώνηση (anafónisi) αναφωνήσεις (anafoníseis)

Older or formal genitive singular: αναφωνήσεως (anafoníseos)

Synonyms

edit
edit
  NODES
Note 1