αναφώνηση
Greek
editNoun
editαναφώνηση • (anafónisi) f (plural αναφωνήσεις)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναφώνηση (anafónisi) | αναφωνήσεις (anafoníseis) |
genitive | αναφώνησης (anafónisis) | αναφωνήσεων (anafoníseon) |
accusative | αναφώνηση (anafónisi) | αναφωνήσεις (anafoníseis) |
vocative | αναφώνηση (anafónisi) | αναφωνήσεις (anafoníseis) |
Older or formal genitive singular: αναφωνήσεως (anafoníseos)
Synonyms
edit- (grammar): επιφώνημα n (epifónima, “exclamation, interjection”)
Related terms
edit- see: αναφωνώ (anafonó, “to exclaim”)