αντιλογία
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἀντιλογία (antilogía).
Noun
editαντιλογία • (antilogía) m (plural αντιλογίες)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιλογία (antilogía) | αντιλογίες (antilogíes) |
genitive | αντιλογίας (antilogías) | αντιλογιών (antilogión) |
accusative | αντιλογία (antilogía) | αντιλογίες (antilogíes) |
vocative | αντιλογία (antilogía) | αντιλογίες (antilogíes) |
Related terms
editSee also
edit- αντιλογάριθμος m (antilogárithmos, “antilogarithm”)