ανύπαντρος
Greek
editAdjective
editανύπαντρος • (anýpantros) m (feminine ανύπαντρη, neuter ανύπαντρο)
- unmarried, single, unwed
- Synonyms: άγαμος (ágamos), ανύμφευτος (anýmfeftos), απάντρευτος (apántreftos)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανύπαντρος (anýpantros) | ανύπαντρη (anýpantri) | ανύπαντρο (anýpantro) | ανύπαντροι (anýpantroi) | ανύπαντρες (anýpantres) | ανύπαντρα (anýpantra) | |
genitive | ανύπαντρου (anýpantrou) | ανύπαντρης (anýpantris) | ανύπαντρου (anýpantrou) | ανύπαντρων (anýpantron) | ανύπαντρων (anýpantron) | ανύπαντρων (anýpantron) | |
accusative | ανύπαντρο (anýpantro) | ανύπαντρη (anýpantri) | ανύπαντρο (anýpantro) | ανύπαντρους (anýpantrous) | ανύπαντρες (anýpantres) | ανύπαντρα (anýpantra) | |
vocative | ανύπαντρε (anýpantre) | ανύπαντρη (anýpantri) | ανύπαντρο (anýpantro) | ανύπαντροι (anýpantroi) | ανύπαντρες (anýpantres) | ανύπαντρα (anýpantra) |
Synonyms
edit- άγαμος m (ágamos, “celibate”)
Antonyms
edit- παντρεμένος (pantreménos)