Greek

edit

Adjective

edit

ανύπαντρος (anýpantrosm (feminine ανύπαντρη, neuter ανύπαντρο)

  1. unmarried, single, unwed
    Synonyms: άγαμος (ágamos), ανύμφευτος (anýmfeftos), απάντρευτος (apántreftos)

Declension

edit
Declension of ανύπαντρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανύπαντρος (anýpantros) ανύπαντρη (anýpantri) ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντροι (anýpantroi) ανύπαντρες (anýpantres) ανύπαντρα (anýpantra)
genitive ανύπαντρου (anýpantrou) ανύπαντρης (anýpantris) ανύπαντρου (anýpantrou) ανύπαντρων (anýpantron) ανύπαντρων (anýpantron) ανύπαντρων (anýpantron)
accusative ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντρη (anýpantri) ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντρους (anýpantrous) ανύπαντρες (anýpantres) ανύπαντρα (anýpantra)
vocative ανύπαντρε (anýpantre) ανύπαντρη (anýpantri) ανύπαντρο (anýpantro) ανύπαντροι (anýpantroi) ανύπαντρες (anýpantres) ανύπαντρα (anýpantra)

Synonyms

edit

Antonyms

edit
  NODES
HOME 1
languages 1
Note 1
os 7