Greek

edit

Etymology

edit

from α- (a-) +‎ πεντάρα (pentára, 5 cents)

Adjective

edit

απένταρος (apéntarosm (feminine απένταρη, neuter απένταρο)

  1. penniless, destitute, down-and-out

Declension

edit
Declension of απένταρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απένταρος (apéntaros) απένταρη (apéntari) απένταρο (apéntaro) απένταροι (apéntaroi) απένταρες (apéntares) απένταρα (apéntara)
genitive απένταρου (apéntarou) απένταρης (apéntaris) απένταρου (apéntarou) απένταρων (apéntaron) απένταρων (apéntaron) απένταρων (apéntaron)
accusative απένταρο (apéntaro) απένταρη (apéntari) απένταρο (apéntaro) απένταρους (apéntarous) απένταρες (apéntares) απένταρα (apéntara)
vocative απένταρε (apéntare) απένταρη (apéntari) απένταρο (apéntaro) απένταροι (apéntaroi) απένταρες (apéntares) απένταρα (apéntara)
edit
  NODES