απαράδοτος
Greek
editAdjective
editαπαράδοτος • (aparádotos) m (feminine απαράδοτη, neuter απαράδοτο)
- undelivered, not delivered (mail, etc)
- (military) not surrendered, unsurrendered
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαράδοτος (aparádotos) | απαράδοτη (aparádoti) | απαράδοτο (aparádoto) | απαράδοτοι (aparádotoi) | απαράδοτες (aparádotes) | απαράδοτα (aparádota) | |
genitive | απαράδοτου (aparádotou) | απαράδοτης (aparádotis) | απαράδοτου (aparádotou) | απαράδοτων (aparádoton) | απαράδοτων (aparádoton) | απαράδοτων (aparádoton) | |
accusative | απαράδοτο (aparádoto) | απαράδοτη (aparádoti) | απαράδοτο (aparádoto) | απαράδοτους (aparádotous) | απαράδοτες (aparádotes) | απαράδοτα (aparádota) | |
vocative | απαράδοτε (aparádote) | απαράδοτη (aparádoti) | απαράδοτο (aparádoto) | απαράδοτοι (aparádotoi) | απαράδοτες (aparádotes) | απαράδοτα (aparádota) |