Greek

edit

Adjective

edit

απαράδοτος (aparádotosm (feminine απαράδοτη, neuter απαράδοτο)

  1. undelivered, not delivered (mail, etc)
  2. (military) not surrendered, unsurrendered

Declension

edit
Declension of απαράδοτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράδοτος (aparádotos) απαράδοτη (aparádoti) απαράδοτο (aparádoto) απαράδοτοι (aparádotoi) απαράδοτες (aparádotes) απαράδοτα (aparádota)
genitive απαράδοτου (aparádotou) απαράδοτης (aparádotis) απαράδοτου (aparádotou) απαράδοτων (aparádoton) απαράδοτων (aparádoton) απαράδοτων (aparádoton)
accusative απαράδοτο (aparádoto) απαράδοτη (aparádoti) απαράδοτο (aparádoto) απαράδοτους (aparádotous) απαράδοτες (aparádotes) απαράδοτα (aparádota)
vocative απαράδοτε (aparádote) απαράδοτη (aparádoti) απαράδοτο (aparádoto) απαράδοτοι (aparádotoi) απαράδοτες (aparádotes) απαράδοτα (aparádota)
  NODES
Note 1