Greek

edit

Adjective

edit

απρόοπτος (apróoptosm (feminine απρόοπτη, neuter απρόοπτο)

  1. unexpected, unforeseen
    Synonyms: απρόβλεπτος (apróvleptos), απροσδόκητος (aprosdókitos), απρόσμενος (aprósmenos)
  2. (nominalised, neuter) the unexpected

Declension

edit
Declension of απρόοπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απρόοπτος (apróoptos) απρόοπτη (apróopti) απρόοπτο (apróopto) απρόοπτοι (apróoptoi) απρόοπτες (apróoptes) απρόοπτα (apróopta)
genitive απρόοπτου (apróoptou) απρόοπτης (apróoptis) απρόοπτου (apróoptou) απρόοπτων (apróopton) απρόοπτων (apróopton) απρόοπτων (apróopton)
accusative απρόοπτο (apróopto) απρόοπτη (apróopti) απρόοπτο (apróopto) απρόοπτους (apróoptous) απρόοπτες (apróoptes) απρόοπτα (apróopta)
vocative απρόοπτε (apróopte) απρόοπτη (apróopti) απρόοπτο (apróopto) απρόοπτοι (apróoptoi) απρόοπτες (apróoptes) απρόοπτα (apróopta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απρόοπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απρόοπτος, etc.)

  NODES
Note 1