Greek

edit

Adjective

edit

απόκοσμος (apókosmosm (feminine απόκοσμη, neuter απόκοσμο)

  1. uncanny, weird, unearthly, eerie
    Synonym: αλλόκοτος (allókotos)

Declension

edit
Declension of απόκοσμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόκοσμος (apókosmos) απόκοσμη (apókosmi) απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμοι (apókosmoi) απόκοσμες (apókosmes) απόκοσμα (apókosma)
genitive απόκοσμου (apókosmou) απόκοσμης (apókosmis) απόκοσμου (apókosmou) απόκοσμων (apókosmon) απόκοσμων (apókosmon) απόκοσμων (apókosmon)
accusative απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμη (apókosmi) απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμους (apókosmous) απόκοσμες (apókosmes) απόκοσμα (apókosma)
vocative απόκοσμε (apókosme) απόκοσμη (apókosmi) απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμοι (apókosmoi) απόκοσμες (apókosmes) απόκοσμα (apókosma)
  NODES
Note 1