αράχνα
Pontic Greek
editAlternative forms
editEtymology
editInherited from Ancient Greek ἀράχνη (arákhnē).
Noun
editαράχνα (aráchna) f
Derived terms
edit- αράχνα̤σμαν (aráchnäsman)
- αραχνέα (arachnéa)
- αραχνέγομαι (arachnégomai)
- αράχνεσμα (aráchnesma)
- αραχνίτζα (arachnítza)
- αραχνοπανέγομαι (arachnopanégomai)
- αραχνοπάνι (arachnopáni)
- αραχνοπανωτό (arachnopanotó)
- αραχνόπο (arachnópo)
- αραχνοπούλι (arachnopoúli)
- αραχνοτσάκωμα (arachnotsákoma)
- αραχνουδά̤ζω (arachnoudä́zo)
- αραχνουδά̤σμαν (arachnoudä́sman)
- αραχνοφώλι (arachnofóli)
Descendants
editReferences
edit- Papadópoulos, Ánthimos (1958–1961) “αράχνα”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), Athens: Myrtidis, pages 136–137
- Παρχαρίδης, Ιωάννης (1883–1884) “Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει [Collection of living documents of the Ancient Greek language in Ophis]”, in Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος: Σύγγραμμα περιοδικόν[1] (in Greek), volume 18, page 161a of 118–178
- Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 87
- Tursun, Vahit (2021) “αράχνα”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, pages 159–160
- Tzitzilis, Christos (1987) Griechische Lehnwörter im Türkischen (mit besonderer Berücksichtigung der anatolischen Dialekte) (Schriften der Balkan-Kommission, philologische Abteilung; 33)[2] (in German), Vienna: Academy Press, § 34, page 27