Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ἅρπα (hárpa, bird of prey).

Adjective

edit

αρπακτικός (arpaktikósm (feminine αρπακτική, neuter αρπακτικό)

  1. predatory, rapacious
  2. (nominalised, neuter) bird of prey

Declension

edit
Declension of αρπακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρπακτικός (arpaktikós) αρπακτική (arpaktikí) αρπακτικό (arpaktikó) αρπακτικοί (arpaktikoí) αρπακτικές (arpaktikés) αρπακτικά (arpaktiká)
genitive αρπακτικού (arpaktikoú) αρπακτικής (arpaktikís) αρπακτικού (arpaktikoú) αρπακτικών (arpaktikón) αρπακτικών (arpaktikón) αρπακτικών (arpaktikón)
accusative αρπακτικό (arpaktikó) αρπακτική (arpaktikí) αρπακτικό (arpaktikó) αρπακτικούς (arpaktikoús) αρπακτικές (arpaktikés) αρπακτικά (arpaktiká)
vocative αρπακτικέ (arpaktiké) αρπακτική (arpaktikí) αρπακτικό (arpaktikó) αρπακτικοί (arpaktikoí) αρπακτικές (arpaktikés) αρπακτικά (arpaktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρπακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρπακτικός, etc.)

edit
  NODES
see 1