αρχιχρονιά
Greek
editEtymology
editαρχι- (archi-, “start”) + χρονιά (chroniá, “year”).
Noun
editαρχιχρονιά • (archichroniá) f (usually uncountable, plural αρχιχρονιές)
- New Year's Day (first day of a year)
- Traditional song, Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
- Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβάνια- Month's beginning and year's beginning
my tall rosemary
- Month's beginning and year's beginning
- Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
- Traditional song, Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιχρονιά (archichroniá) | αρχιχρονιές (archichroniés) |
genitive | αρχιχρονιάς (archichroniás) | αρχιχρονιών (archichronión) |
accusative | αρχιχρονιά (archichroniá) | αρχιχρονιές (archichroniés) |
vocative | αρχιχρονιά (archichroniá) | αρχιχρονιές (archichroniés) |
Synonyms
edit- Πρωτοχρονιά f (Protochroniá)
Related terms
edit- αρχιμηνιά f (archiminiá, “first day of the month”)