Greek

edit

Etymology

edit

αρχι- (archi-, start) +‎ χρονιά (chroniá, year).

Noun

edit

αρχιχρονιά (archichroniáf (usually uncountable, plural αρχιχρονιές)

  1. New Year's Day (first day of a year)
    • Traditional song, Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
      Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
      ψηλή μου δεντρολιβάνια
      Month's beginning and year's beginning
      my tall rosemary

Declension

edit
Declension of αρχιχρονιά
singular plural
nominative αρχιχρονιά (archichroniá) αρχιχρονιές (archichroniés)
genitive αρχιχρονιάς (archichroniás) αρχιχρονιών (archichronión)
accusative αρχιχρονιά (archichroniá) αρχιχρονιές (archichroniés)
vocative αρχιχρονιά (archichroniá) αρχιχρονιές (archichroniés)

Synonyms

edit
edit
  NODES
Note 1