Greek

edit

Etymology

edit

βράκα (vráka, breeches) +‎ -φόρος (-fóros, bearer)

Adjective

edit

βρακοφόρος (vrakofórosm (feminine βρακοφόρα, neuter βρακοφόρο)

  1. wearing breeches, breeched

Declension

edit
Declension of βρακοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρακοφόρος (vrakofóros) βρακοφόρα (vrakofóra) βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόροι (vrakofóroi) βρακοφόρες (vrakofóres) βρακοφόρα (vrakofóra)
genitive βρακοφόρου (vrakofórou) βρακοφόρας (vrakofóras) βρακοφόρου (vrakofórou) βρακοφόρων (vrakofóron) βρακοφόρων (vrakofóron) βρακοφόρων (vrakofóron)
accusative βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόρα (vrakofóra) βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόρους (vrakofórous) βρακοφόρες (vrakofóres) βρακοφόρα (vrakofóra)
vocative βρακοφόρε (vrakofóre) βρακοφόρα (vrakofóra) βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόροι (vrakofóroi) βρακοφόρες (vrakofóres) βρακοφόρα (vrakofóra)
  NODES
Note 1