βροχερός
Greek
editAdjective
editβροχερός • (vrocherós) m (feminine βροχερή, neuter βροχερό)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βροχερός (vrocherós) | βροχερή (vrocherí) | βροχερό (vrocheró) | βροχεροί (vrocheroí) | βροχερές (vrocherés) | βροχερά (vrocherá) | |
genitive | βροχερού (vrocheroú) | βροχερής (vrocherís) | βροχερού (vrocheroú) | βροχερών (vrocherón) | βροχερών (vrocherón) | βροχερών (vrocherón) | |
accusative | βροχερό (vrocheró) | βροχερή (vrocherí) | βροχερό (vrocheró) | βροχερούς (vrocheroús) | βροχερές (vrocherés) | βροχερά (vrocherá) | |
vocative | βροχερέ (vrocheré) | βροχερή (vrocherí) | βροχερό (vrocheró) | βροχεροί (vrocheroí) | βροχερές (vrocherés) | βροχερά (vrocherá) |