Greek

edit

Adjective

edit

βροχερός (vrocherósm (feminine βροχερή, neuter βροχερό)

  1. rainy, showery, wet

Declension

edit
Declension of βροχερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βροχερός (vrocherós) βροχερή (vrocherí) βροχερό (vrocheró) βροχεροί (vrocheroí) βροχερές (vrocherés) βροχερά (vrocherá)
genitive βροχερού (vrocheroú) βροχερής (vrocherís) βροχερού (vrocheroú) βροχερών (vrocherón) βροχερών (vrocherón) βροχερών (vrocherón)
accusative βροχερό (vrocheró) βροχερή (vrocherí) βροχερό (vrocheró) βροχερούς (vrocheroús) βροχερές (vrocherés) βροχερά (vrocherá)
vocative βροχερέ (vrocheré) βροχερή (vrocherí) βροχερό (vrocheró) βροχεροί (vrocheroí) βροχερές (vrocherés) βροχερά (vrocherá)
  NODES
Note 1