Ancient Greek

edit

Etymology

edit

From διαφέρω (diaphérō) +‎ -ος (-os)

Pronunciation

edit
 

Adjective

edit

δῐάφορος (diáphorosm or f (neuter δῐάφορον); second declension

  1. various, different

Declension

edit

Derived terms

edit

Greek

edit

Etymology

edit

Learned borrowing from Ancient Greek διάφορος (diáphoros).[1]

Pronunciation

edit

Adjective

edit

διάφορος (diáforosm (feminine διάφορη, neuter διάφορο)

  1. (learned) Synonym of διαφορετικός (diaforetikós)
    Antonym: ίδιος (ídios)

Declension

edit
Declension of διάφορος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διάφορος (diáforos) διάφορη (diáfori) διάφορο (diáforo) διάφοροι (diáforoi) διάφορες (diáfores) διάφορα (diáfora)
genitive διάφορου (diáforou) διάφορης (diáforis) διάφορου (diáforou) διάφορων (diáforon) διάφορων (diáforon) διάφορων (diáforon)
accusative διάφορο (diáforo) διάφορη (diáfori) διάφορο (diáforo) διάφορους (diáforous) διάφορες (diáfores) διάφορα (diáfora)
vocative διάφορε (diáfore) διάφορη (diáfori) διάφορο (diáforo) διάφοροι (diáforoi) διάφορες (diáfores) διάφορα (diáfora)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διάφορος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διάφορος, etc.)

References

edit
  1. ^ διάφορος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  NODES
see 1