Greek

edit

Adjective

edit

δύστηκτος (dýstiktosm (feminine δύστηκτη, neuter δύστηκτο)

  1. refractory (resistant to great heat)

Declension

edit
Declension of δύστηκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δύστηκτος (dýstiktos) δύστηκτη (dýstikti) δύστηκτο (dýstikto) δύστηκτοι (dýstiktoi) δύστηκτες (dýstiktes) δύστηκτα (dýstikta)
genitive δύστηκτου (dýstiktou) δύστηκτης (dýstiktis) δύστηκτου (dýstiktou) δύστηκτων (dýstikton) δύστηκτων (dýstikton) δύστηκτων (dýstikton)
accusative δύστηκτο (dýstikto) δύστηκτη (dýstikti) δύστηκτο (dýstikto) δύστηκτους (dýstiktous) δύστηκτες (dýstiktes) δύστηκτα (dýstikta)
vocative δύστηκτε (dýstikte) δύστηκτη (dýstikti) δύστηκτο (dýstikto) δύστηκτοι (dýstiktoi) δύστηκτες (dýstiktes) δύστηκτα (dýstikta)

Synonyms

edit
  NODES
Note 1