δύστηκτος
Greek
editAdjective
editδύστηκτος • (dýstiktos) m (feminine δύστηκτη, neuter δύστηκτο)
- refractory (resistant to great heat)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δύστηκτος (dýstiktos) | δύστηκτη (dýstikti) | δύστηκτο (dýstikto) | δύστηκτοι (dýstiktoi) | δύστηκτες (dýstiktes) | δύστηκτα (dýstikta) | |
genitive | δύστηκτου (dýstiktou) | δύστηκτης (dýstiktis) | δύστηκτου (dýstiktou) | δύστηκτων (dýstikton) | δύστηκτων (dýstikton) | δύστηκτων (dýstikton) | |
accusative | δύστηκτο (dýstikto) | δύστηκτη (dýstikti) | δύστηκτο (dýstikto) | δύστηκτους (dýstiktous) | δύστηκτες (dýstiktes) | δύστηκτα (dýstikta) | |
vocative | δύστηκτε (dýstikte) | δύστηκτη (dýstikti) | δύστηκτο (dýstikto) | δύστηκτοι (dýstiktoi) | δύστηκτες (dýstiktes) | δύστηκτα (dýstikta) |
Synonyms
edit- δυσκατέργαστος (dyskatérgastos)