εκλεκτός
See also: ἐκλεκτός
Greek
editAlternative forms
edit- εκλεχτός (eklechtós)
Etymology
editLearned borrowing from Ancient Greek ἐκλεκτός (eklektós).[1]
Pronunciation
editAdjective
editεκλεκτός • (eklektós) m (feminine εκλεκτή, neuter εκλεκτό)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκλεκτός (eklektós) | εκλεκτή (eklektí) | εκλεκτό (eklektó) | εκλεκτοί (eklektoí) | εκλεκτές (eklektés) | εκλεκτά (eklektá) | |
genitive | εκλεκτού (eklektoú) | εκλεκτής (eklektís) | εκλεκτού (eklektoú) | εκλεκτών (eklektón) | εκλεκτών (eklektón) | εκλεκτών (eklektón) | |
accusative | εκλεκτό (eklektó) | εκλεκτή (eklektí) | εκλεκτό (eklektó) | εκλεκτούς (eklektoús) | εκλεκτές (eklektés) | εκλεκτά (eklektá) | |
vocative | εκλεκτέ (eklekté) | εκλεκτή (eklektí) | εκλεκτό (eklektó) | εκλεκτοί (eklektoí) | εκλεκτές (eklektés) | εκλεκτά (eklektá) |
Derived terms
edit- εκλεκτισμός m (eklektismós)
Related terms
edit- εκλέγω (eklégo)
- εκλεκτικισμός m (eklektikismós)
- εκλεκτικιστής m (eklektikistís), εκλεκτικίστρια f (eklektikístria)
- εκλεκτικός (eklektikós)
- εκλεκτικότητα f (eklektikótita)
- εκλέκτορας m or f (ekléktoras), εκλεκτόρισσα f (eklektórissa)
- εκλεκτορικός (eklektorikós)
- εκλογή f (eklogí)
References
edit- ^ εκλεκτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language