ελκυστικός
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἑλκυστικός (helkustikós, “drawing”).
Pronunciation
editAdjective
editελκυστικός • (elkystikós) m
- sexually attractive, charming, winsome
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ελκυστικός (elkystikós) | ελκυστική (elkystikí) | ελκυστικό (elkystikó) | ελκυστικοί (elkystikoí) | ελκυστικές (elkystikés) | ελκυστικά (elkystiká) | |
genitive | ελκυστικού (elkystikoú) | ελκυστικής (elkystikís) | ελκυστικού (elkystikoú) | ελκυστικών (elkystikón) | ελκυστικών (elkystikón) | ελκυστικών (elkystikón) | |
accusative | ελκυστικό (elkystikó) | ελκυστική (elkystikí) | ελκυστικό (elkystikó) | ελκυστικούς (elkystikoús) | ελκυστικές (elkystikés) | ελκυστικά (elkystiká) | |
vocative | ελκυστικέ (elkystiké) | ελκυστική (elkystikí) | ελκυστικό (elkystikó) | ελκυστικοί (elkystikoí) | ελκυστικές (elkystikés) | ελκυστικά (elkystiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελκυστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελκυστικός, etc.)
Synonyms
edit- γοητευτικός (goïteftikós)
Antonyms
edit- απωθητικός (apothitikós, “repulsive”)
Related terms
edit- ελκυστικότητα f (elkystikótita, “attractiveness”)
- ελκύω (elkýo, “to attract”)