Greek

edit

Etymology

edit

From έξω (éxo, outside, extra-) +‎ γήινος (gíinos, earthly, terrestrial), calque of English extraterrestrial.

Adjective

edit

εξωγήινος (exogíinosm (feminine εξωγήινη, neuter εξωγήινο)

  1. extraterrestrial, alien

Declension

edit
Declension of εξωγήινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξωγήινος (exogíinos) εξωγήινη (exogíini) εξωγήινο (exogíino) εξωγήινοι (exogíinoi) εξωγήινες (exogíines) εξωγήινα (exogíina)
genitive εξωγήινου (exogíinou) εξωγήινης (exogíinis) εξωγήινου (exogíinou) εξωγήινων (exogíinon) εξωγήινων (exogíinon) εξωγήινων (exogíinon)
accusative εξωγήινο (exogíino) εξωγήινη (exogíini) εξωγήινο (exogíino) εξωγήινους (exogíinous) εξωγήινες (exogíines) εξωγήινα (exogíina)
vocative εξωγήινε (exogíine) εξωγήινη (exogíini) εξωγήινο (exogíino) εξωγήινοι (exogíinoi) εξωγήινες (exogíines) εξωγήινα (exogíina)

Noun

edit

εξωγήινος (exogíinosm (plural εξωγήινοι, feminine εξωγήινη)

  1. alien, extraterrestrial being

Declension

edit
Declension of εξωγήινος
singular plural
nominative εξωγήινος (exogíinos) εξωγήινοι (exogíinoi)
genitive εξωγήινου (exogíinou) εξωγήινων (exogíinon)
accusative εξωγήινο (exogíino) εξωγήινους (exogíinous)
vocative εξωγήινε (exogíine) εξωγήινοι (exogíinoi)

Coordinate terms

edit

Further reading

edit
  NODES