Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek εὐσεβής (eusebḗs).

Pronunciation

edit

Adjective

edit

ευσεβής (efsevísm (feminine ευσεβής, neuter ευσεβές)

  1. (religion) pious, devout

Declension

edit
Declension of ευσεβής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευσεβής (efsevís) ευσεβής (efsevís) ευσεβές (efsevés) ευσεβείς (efseveís) ευσεβείς (efseveís) ευσεβή (efseví)
genitive ευσεβούς (efsevoús)
ευσεβή (efseví)
ευσεβούς (efsevoús) ευσεβούς (efsevoús) ευσεβών (efsevón) ευσεβών (efsevón) ευσεβών (efsevón)
accusative ευσεβή (efseví) ευσεβή (efseví) ευσεβές (efsevés) ευσεβείς (efseveís) ευσεβείς (efseveís) ευσεβή (efseví)
vocative ευσεβή (efseví)
ευσεβής (efsevís)
ευσεβής (efsevís) ευσεβές (efsevés) ευσεβείς (efseveís) ευσεβείς (efseveís) ευσεβή (efseví)

Notes: Vocative singular masc, fem: ευσεβή (or rare ευσεβής), neu: ευσεβές. Vocatives plural: as in nominative.
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευσεβής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευσεβής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευσεβέστερος (efsevésteros) ευσεβέστερη (efsevésteri) ευσεβέστερο (efsevéstero) ευσεβέστεροι (efsevésteroi) ευσεβέστερες (efsevésteres) ευσεβέστερα (efsevéstera)
genitive ευσεβέστερου (efsevésterou) ευσεβέστερης (efsevésteris) ευσεβέστερου (efsevésterou) ευσεβέστερων (efsevésteron) ευσεβέστερων (efsevésteron) ευσεβέστερων (efsevésteron)
accusative ευσεβέστερο (efsevéstero) ευσεβέστερη (efsevésteri) ευσεβέστερο (efsevéstero) ευσεβέστερους (efsevésterous) ευσεβέστερες (efsevésteres) ευσεβέστερα (efsevéstera)
vocative ευσεβέστερε (efsevéstere) ευσεβέστερη (efsevésteri) ευσεβέστερο (efsevéstero) ευσεβέστεροι (efsevésteroi) ευσεβέστερες (efsevésteres) ευσεβέστερα (efsevéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευσεβέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευσεβέστατος (efsevéstatos) ευσεβέστατη (efsevéstati) ευσεβέστατο (efsevéstato) ευσεβέστατοι (efsevéstatoi) ευσεβέστατες (efsevéstates) ευσεβέστατα (efsevéstata)
genitive ευσεβέστατου (efsevéstatou) ευσεβέστατης (efsevéstatis) ευσεβέστατου (efsevéstatou) ευσεβέστατων (efsevéstaton) ευσεβέστατων (efsevéstaton) ευσεβέστατων (efsevéstaton)
accusative ευσεβέστατο (efsevéstato) ευσεβέστατη (efsevéstati) ευσεβέστατο (efsevéstato) ευσεβέστατους (efsevéstatous) ευσεβέστατες (efsevéstates) ευσεβέστατα (efsevéstata)
vocative ευσεβέστατε (efsevéstate) ευσεβέστατη (efsevéstati) ευσεβέστατο (efsevéstato) ευσεβέστατοι (efsevéstatoi) ευσεβέστατες (efsevéstates) ευσεβέστατα (efsevéstata)

Synonyms

edit

Antonyms

edit
edit
  NODES
Note 2