ευχαριστία
See also: εὐχαριστία
Greek
editNoun
editευχαριστία • (efcharistía) f (plural ευχαριστίες)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευχαριστία (efcharistía) | ευχαριστίες (efcharistíes) |
genitive | ευχαριστίας (efcharistías) | ευχαριστιών (efcharistión) |
accusative | ευχαριστία (efcharistía) | ευχαριστίες (efcharistíes) |
vocative | ευχαριστία (efcharistía) | ευχαριστίες (efcharistíes) |
Related terms
edit- ευχαριστώ (efcharistó, “to thank”)
- ευχάριστος (efcháristos, “pleasant”)
- Θεία Ευχαριστία f (Theía Efcharistía, “Holy Communion, Eucharist”)