Greek

edit

Etymology

edit

Learned borrowing from Ancient Greek εὔπιστος (eúpistos).[1]

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ˈef.pi.stos/
  • Hyphenation: εύ‧πι‧στος

Adjective

edit

εύπιστος (éfpistosm (feminine εύπιστη, neuter εύπιστο)

  1. credulous, gullible
    Antonym: δύσπιστος (dýspistos)

Declension

edit
Declension of εύπιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εύπιστος (éfpistos) εύπιστη (éfpisti) εύπιστο (éfpisto) εύπιστοι (éfpistoi) εύπιστες (éfpistes) εύπιστα (éfpista)
genitive εύπιστου (éfpistou) εύπιστης (éfpistis) εύπιστου (éfpistou) εύπιστων (éfpiston) εύπιστων (éfpiston) εύπιστων (éfpiston)
accusative εύπιστο (éfpisto) εύπιστη (éfpisti) εύπιστο (éfpisto) εύπιστους (éfpistous) εύπιστες (éfpistes) εύπιστα (éfpista)
vocative εύπιστε (éfpiste) εύπιστη (éfpisti) εύπιστο (éfpisto) εύπιστοι (éfpistoi) εύπιστες (éfpistes) εύπιστα (éfpista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύπιστος, etc.)

edit

References

edit
  1. ^ εύπιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  NODES
Note 1