θυμιατήριο
Greek
editNoun
editθυμιατήριο • (thymiatírio) n (plural θυμιατήρια)
- Alternative form of θυμιατό (thymiató)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | θυμιατήριο (thymiatírio) | θυμιατήρια (thymiatíria) |
genitive | θυμιατηρίου (thymiatiríou) θυμιατήριου (thymiatíriou) |
θυμιατηρίων (thymiatiríon) |
accusative | θυμιατήριο (thymiatírio) | θυμιατήρια (thymiatíria) |
vocative | θυμιατήριο (thymiatírio) | θυμιατήρια (thymiatíria) |