Greek

edit

Noun

edit

θυμιατήριο (thymiatírion (plural θυμιατήρια)

  1. Alternative form of θυμιατό (thymiató)

Declension

edit
Declension of θυμιατήριο
singular plural
nominative θυμιατήριο (thymiatírio) θυμιατήρια (thymiatíria)
genitive θυμιατηρίου (thymiatiríou)
θυμιατήριου (thymiatíriou)
θυμιατηρίων (thymiatiríon)
accusative θυμιατήριο (thymiatírio) θυμιατήρια (thymiatíria)
vocative θυμιατήριο (thymiatírio) θυμιατήρια (thymiatíria)
  NODES
Note 1