See also: ἱκανός

Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ἱκανός (hikanós).

Adjective

edit

ικανός (ikanósm (feminine ικανή, neuter ικανό)

  1. able, capable, skilled, able-bodied, competent
  2. (military) fit, battle ready

Declension

edit
Declension of ικανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ικανός (ikanós) ικανή (ikaní) ικανό (ikanó) ικανοί (ikanoí) ικανές (ikanés) ικανά (ikaná)
genitive ικανού (ikanoú) ικανής (ikanís) ικανού (ikanoú) ικανών (ikanón) ικανών (ikanón) ικανών (ikanón)
accusative ικανό (ikanó) ικανή (ikaní) ικανό (ikanó) ικανούς (ikanoús) ικανές (ikanés) ικανά (ikaná)
vocative ικανέ (ikané) ικανή (ikaní) ικανό (ikanó) ικανοί (ikanoí) ικανές (ikanés) ικανά (ikaná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ικανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ικανός, etc.)

Antonyms

edit

Descendants

edit
  • Aromanian: icano
  NODES
HOME 1
languages 1
Note 1
os 6