ισοταχύς
Greek
editEtymology
editισο- (iso-, “equal”) + ταχύς (tachýs, “fast”)
Adjective
editισοταχύς • (isotachýs) m (feminine ισοταχεία, neuter ισοταχύ)
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ισοταχύς (isotachýs) | ισοταχεία (isotacheía) | ισοταχύ (isotachý) | ισοταχείς (isotacheís) | ισοταχείες (isotacheíes) | ισοταχέα (isotachéa) | |
genitive | ισοταχέος (isotachéos) ισοταχύ (isotachý) |
ισοταχείας (isotacheías) | ισοταχύ (isotachý) ισοταχέος (isotachéos) |
ισοταχέων (isotachéon) | ισοταχειών (isotacheión) | ισοταχέων (isotachéon) | |
accusative | ισοταχύ (isotachý) | ισοταχεία (isotacheía) | ισοταχύ (isotachý) | ισοταχείς (isotacheís) | ισοταχείες (isotacheíes) | ισοταχέα (isotachéa) | |
vocative | ισοταχύ (isotachý) | ισοταχεία (isotacheía) | ισοταχύ (isotachý) | ισοταχείς (isotacheís) | ισοταχείες (isotacheíes) | ισοταχέα (isotachéa) |