Greek

edit

Adjective

edit

ισραηλινός (israïlinósm (feminine ισραηλινή, neuter ισραηλινό)

  1. Israeli (of, from, or pertaining to Israel, the Israeli people)

Declension

edit
Declension of ισραηλινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισραηλινός (israïlinós) ισραηλινή (israïliní) ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινοί (israïlinoí) ισραηλινές (israïlinés) ισραηλινά (israïliná)
genitive ισραηλινού (israïlinoú) ισραηλινής (israïlinís) ισραηλινού (israïlinoú) ισραηλινών (israïlinón) ισραηλινών (israïlinón) ισραηλινών (israïlinón)
accusative ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινή (israïliní) ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινούς (israïlinoús) ισραηλινές (israïlinés) ισραηλινά (israïliná)
vocative ισραηλινέ (israïliné) ισραηλινή (israïliní) ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινοί (israïlinoí) ισραηλινές (israïlinés) ισραηλινά (israïliná)
edit
  NODES
Note 1