See also: ἰσχυρός

Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ἰσχυρός (iskhurós).

Adjective

edit

ισχυρός (ischyrósm (feminine ισχυρή, neuter ισχυρό)

  1. powerful, strong, mighty

Declension

edit
Declension of ισχυρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισχυρός (ischyrós) ισχυρή (ischyrí) ισχυρό (ischyró) ισχυροί (ischyroí) ισχυρές (ischyrés) ισχυρά (ischyrá)
genitive ισχυρού (ischyroú) ισχυρής (ischyrís) ισχυρού (ischyroú) ισχυρών (ischyrón) ισχυρών (ischyrón) ισχυρών (ischyrón)
accusative ισχυρό (ischyró) ισχυρή (ischyrí) ισχυρό (ischyró) ισχυρούς (ischyroús) ισχυρές (ischyrés) ισχυρά (ischyrá)
vocative ισχυρέ (ischyré) ισχυρή (ischyrí) ισχυρό (ischyró) ισχυροί (ischyroí) ισχυρές (ischyrés) ισχυρά (ischyrá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισχυρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισχυρός, etc.)

Synonyms

edit
edit
  NODES
HOME 1
languages 1
Note 1
os 4