καθοδήγηση
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Koine Greek καθοδήγησις (kathodḗgēsis).[1] By surface analysis, καθοδήγη- (stem of καθοδηγώ (kathodigó)) + ση (si).
Pronunciation
editNoun
editκαθοδήγηση • (kathodígisi) f (plural καθοδηγήσεις)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθοδήγηση (kathodígisi) | καθοδηγήσεις (kathodigíseis) |
genitive | καθοδήγησης (kathodígisis) | καθοδηγήσεων (kathodigíseon) |
accusative | καθοδήγηση (kathodígisi) | καθοδηγήσεις (kathodigíseis) |
vocative | καθοδήγηση (kathodígisi) | καθοδηγήσεις (kathodigíseis) |
Older or formal genitive singular: καθοδηγήσεως (kathodigíseos)
Related terms
edit- see: καθοδηγώ (kathodigó, “to guide”)
References
edit- ^ καθοδήγηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language