και
See also: καί
Greek
editAlternative forms
editEtymology
editFrom Ancient Greek καί (kaí, “and”). Cognate with Tsakonian τσαι (tsai) and Italiot Greek ce (“and”).
Pronunciation
editConjunction
editκαι • (kai)
- and
- με γάλα και ζάχαρη ― me gála kai záchari ― with milk and sugar
- Φάγαμε και ήπιαμε καλά. ― Fágame kai ípiame kalá. ― We ate and drank well.
- also
- ήταν και ο Γιώργος εκεί. ― ítan kai o Giórgos ekeí. ― George was also there.
- plus, and
- Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. ― Dýo kai dýo kánoun téssera. ― Two and two make four.
- past (time)
- Η ώρα είναι δύο και τέταρτο. ― I óra eínai dýo kai tétarto. ― The time is a quarter past two.
Synonyms
edit- ϗ (“&, ampersand”)
Derived terms
edit- ακόμα και (akóma kai, “even”)
- αν και (an kai, “although”)
- και ακόλουθα (kai akóloutha, “and following”)
- και λοιπά (kai loipá, “et cetera”)
- και λοιπά πολλά (kai loipá pollá, “and many more”)
- και ούτω καθεξής (kai oúto kathexís, “and so forth”)
- και τα λοιπά (kai ta loipá, “et cetera”)
- και τα όμοια (kai ta ómoia, “and the same”)
- κ.ά. (k.á., “et al.”), και άλλα (kai álla, “and others”)
- κ.ά. (k.á., “et al.”), και άλλοι (kai álloi, “and others”)
- κ.α. (k.a.), και αλλού (kai alloú, “and elsewhere”)