καπετάνιος
Greek
editEtymology
editPronunciation
editNoun
editκαπετάνιος • (kapetánios) m (plural καπετάνιοι, feminine καπετάνισσα)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπετάνιος (kapetánios) | καπετάνιοι (kapetánioi) |
genitive | καπετάνιου (kapetániou) | καπετάνιων (kapetánion) |
accusative | καπετάνιο (kapetánio) | καπετάνιους (kapetánious) |
vocative | καπετάνιε (kapetánie) | καπετάνιοι (kapetánioi) |
Derived terms
edit- καπετάν m (kapetán, “captain”, chiefly used as a title)
- καπετανλίκι n (kapetanlíki, “captaincy”, colloquial)
- καπετανάτο n (kapetanáto, “captaincy”)
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται (o kalós o kapetánios sti fourtoúna faínetai)