Greek

edit

Etymology

edit

Learned borrowing from Koine Greek κατάλληλος (katállēlos, suitable; (Ancient) corresponding),[1] from κατα- (kata-) +‎ ἀλλήλων (allḗlōn).

Pronunciation

edit

Adjective

edit

κατάλληλος (katállilosm (feminine κατάλληλη, neuter κατάλληλο)

  1. appropriate, suitable, fit, right

Declension

edit
Declension of κατάλληλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατάλληλος (katállilos) κατάλληλη (katállili) κατάλληλο (katállilo) κατάλληλοι (katálliloi) κατάλληλες (katálliles) κατάλληλα (katállila)
genitive κατάλληλου (katállilou) κατάλληλης (katállilis) κατάλληλου (katállilou) κατάλληλων (katállilon) κατάλληλων (katállilon) κατάλληλων (katállilon)
accusative κατάλληλο (katállilo) κατάλληλη (katállili) κατάλληλο (katállilo) κατάλληλους (katállilous) κατάλληλες (katálliles) κατάλληλα (katállila)
vocative κατάλληλε (katállile) κατάλληλη (katállili) κατάλληλο (katállilo) κατάλληλοι (katálliloi) κατάλληλες (katálliles) κατάλληλα (katállila)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατάλληλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατάλληλος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταλληλότερος (katallilóteros) καταλληλότερη (katallilóteri) καταλληλότερο (katallilótero) καταλληλότεροι (katallilóteroi) καταλληλότερες (katallilóteres) καταλληλότερα (katallilótera)
genitive καταλληλότερου (katallilóterou) καταλληλότερης (katallilóteris) καταλληλότερου (katallilóterou) καταλληλότερων (katallilóteron) καταλληλότερων (katallilóteron) καταλληλότερων (katallilóteron)
accusative καταλληλότερο (katallilótero) καταλληλότερη (katallilóteri) καταλληλότερο (katallilótero) καταλληλότερους (katallilóterous) καταλληλότερες (katallilóteres) καταλληλότερα (katallilótera)
vocative καταλληλότερε (katallilótere) καταλληλότερη (katallilóteri) καταλληλότερο (katallilótero) καταλληλότεροι (katallilóteroi) καταλληλότερες (katallilóteres) καταλληλότερα (katallilótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταλληλότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταλληλότατος (katallilótatos) καταλληλότατη (katallilótati) καταλληλότατο (katallilótato) καταλληλότατοι (katallilótatoi) καταλληλότατες (katallilótates) καταλληλότατα (katallilótata)
genitive καταλληλότατου (katallilótatou) καταλληλότατης (katallilótatis) καταλληλότατου (katallilótatou) καταλληλότατων (katallilótaton) καταλληλότατων (katallilótaton) καταλληλότατων (katallilótaton)
accusative καταλληλότατο (katallilótato) καταλληλότατη (katallilótati) καταλληλότατο (katallilótato) καταλληλότατους (katallilótatous) καταλληλότατες (katallilótates) καταλληλότατα (katallilótata)
vocative καταλληλότατε (katallilótate) καταλληλότατη (katallilótati) καταλληλότατο (katallilótato) καταλληλότατοι (katallilótatoi) καταλληλότατες (katallilótates) καταλληλότατα (katallilótata)

Antonyms

edit

References

edit
  1. ^ κατάλληλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  NODES