μικρόβιο
Greek
editNoun
editμικρόβιο • (mikróvio) n (plural μικρόβια)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικρόβιο (mikróvio) | μικρόβια (mikróvia) |
genitive | μικροβίου (mikrovíou) μικρόβιου (mikróviou) |
μικροβίων (mikrovíon) |
accusative | μικρόβιο (mikróvio) | μικρόβια (mikróvia) |
vocative | μικρόβιο (mikróvio) | μικρόβια (mikróvia) |
Synonyms
edit- μικροοργανισμός m (mikroorganismós)
See also
edit- ιός m (iós, “virus”)
- βακτηρίδιο n (vaktirídio, “bacterium”)