|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ξεφλουδίζω
|
ξεφλουδίσω
|
ξεφλουδίζομαι
|
ξεφλουδιστώ
|
2 sg
|
ξεφλουδίζεις
|
ξεφλουδίσεις
|
ξεφλουδίζεσαι
|
ξεφλουδιστείς
|
3 sg
|
ξεφλουδίζει
|
ξεφλουδίσει
|
ξεφλουδίζεται
|
ξεφλουδιστεί
|
|
1 pl
|
ξεφλουδίζουμε, [‑ομε]
|
ξεφλουδίσουμε, [‑ομε]
|
ξεφλουδιζόμαστε
|
ξεφλουδιστούμε
|
2 pl
|
ξεφλουδίζετε
|
ξεφλουδίσετε
|
ξεφλουδίζεστε, ξεφλουδιζόσαστε
|
ξεφλουδιστείτε
|
3 pl
|
ξεφλουδίζουν(ε)
|
ξεφλουδίσουν(ε)
|
ξεφλουδίζονται
|
ξεφλουδιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ξεφλούδιζα
|
ξεφλούδισα
|
ξεφλουδιζόμουν(α)
|
ξεφλουδίστηκα
|
2 sg
|
ξεφλούδιζες
|
ξεφλούδισες
|
ξεφλουδιζόσουν(α)
|
ξεφλουδίστηκες
|
3 sg
|
ξεφλούδιζε
|
ξεφλούδισε
|
ξεφλουδιζόταν(ε)
|
ξεφλουδίστηκε
|
|
1 pl
|
ξεφλουδίζαμε
|
ξεφλουδίσαμε
|
ξεφλουδιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ξεφλουδιστήκαμε
|
2 pl
|
ξεφλουδίζατε
|
ξεφλουδίσατε
|
ξεφλουδιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ξεφλουδιστήκατε
|
3 pl
|
ξεφλούδιζαν, ξεφλουδίζαν(ε)
|
ξεφλούδισαν, ξεφλουδίσαν(ε)
|
ξεφλουδίζονταν, (ξεφλουδιζόντουσαν)
|
ξεφλουδίστηκαν, ξεφλουδιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ξεφλουδίζω ➤
|
θα ξεφλουδίσω ➤
|
θα ξεφλουδίζομαι ➤
|
θα ξεφλουδιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ξεφλουδίζεις, …
|
θα ξεφλουδίσεις, …
|
θα ξεφλουδίζεσαι, …
|
θα ξεφλουδιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ξεφλουδίσει έχω, έχεις, … ξεφλουδισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ξεφλουδιστεί είμαι, είσαι, … ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ξεφλουδίσει είχα, είχες, … ξεφλουδισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ξεφλουδιστεί ήμουν, ήσουν, … ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ξεφλούδιζε
|
ξεφλούδισε
|
—
|
ξεφλουδίσου
|
2 pl
|
ξεφλουδίζετε
|
ξεφλουδίστε
|
ξεφλουδίζεστε
|
ξεφλουδιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ξεφλουδίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ξεφλουδίσει ➤
|
ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ξεφλουδίσει
|
ξεφλουδιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|