Greek

edit

Etymology

edit

ξυπνώ (xypnó) +‎ -τός (-tós).

Adjective

edit

ξυπνητός (xypnitósm (feminine ξυπνητή, neuter ξυπνητό)

  1. awake, awakening
  2. conscious

Declension

edit
Declension of ξυπνητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξυπνητός (xypnitós) ξυπνητή (xypnití) ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητοί (xypnitoí) ξυπνητές (xypnités) ξυπνητά (xypnitá)
genitive ξυπνητού (xypnitoú) ξυπνητής (xypnitís) ξυπνητού (xypnitoú) ξυπνητών (xypnitón) ξυπνητών (xypnitón) ξυπνητών (xypnitón)
accusative ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητή (xypnití) ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητούς (xypnitoús) ξυπνητές (xypnités) ξυπνητά (xypnitá)
vocative ξυπνητέ (xypnité) ξυπνητή (xypnití) ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητοί (xypnitoí) ξυπνητές (xypnités) ξυπνητά (xypnitá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξυπνητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξυπνητός, etc.)

edit
  NODES
Note 1