οπερατικός
Greek
editEtymology
editPronunciation
editAdjective
editοπερατικός • (operatikós) m (feminine οπερατική, neuter οπερατικό)
- (music) opera-, operatic
- οπερατική φωνή ― operatikí foní ― operatic voice
- οπερατικός τενόρος ― operatikós tenóros ― operatic tenor
Declension
editsingular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | οπερατικός (operatikós) | οπερατική (operatikí) | οπερατικό (operatikó) | οπερατικοί (operatikoí) | οπερατικές (operatikés) | οπερατικά (operatiká) | |
genitive | οπερατικού (operatikoú) | οπερατικής (operatikís) | οπερατικού (operatikoú) | οπερατικών (operatikón) | οπερατικών (operatikón) | οπερατικών (operatikón) | |
accusative | οπερατικό (operatikó) | οπερατική (operatikí) | οπερατικό (operatikó) | οπερατικούς (operatikoús) | οπερατικές (operatikés) | οπερατικά (operatiká) | |
vocative | οπερατικέ (operatiké) | οπερατική (operatikí) | οπερατικό (operatikó) | οπερατικοί (operatikoí) | οπερατικές (operatikés) | οπερατικά (operatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οπερατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οπερατικός, etc.)
Related terms
edit- όπερα f (ópera, “opera”)