ποικιλία
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ποικίλος (poikílos, “variegated”).
Noun
editποικιλία • (poikilía) f (plural ποικιλίες)
- variety, selection
- Το καλοκαίρι βλέπεις στις παραλίες μια ποικιλία ανθρώπων.
- To kalokaíri vlépeis stis paralíes mia poikilía anthrópon.
- You see a variety of people on the beach in summer.
- a selection of snacks, appetizers or other tidbits, served as a dish (menu item)
- Παραγγείλαμε μια ποικιλία για τρία άτομα.
- Parangeílame mia poikilía gia tría átoma.
- We ordered a selection for three people.
- (botany) variety
- μια ιταλική ποικιλία ντομάτας
- mia italikí poikilía ntomátas
- an Italian variety of tomato
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποικιλία (poikilía) | ποικιλίες (poikilíes) |
genitive | ποικιλίας (poikilías) | ποικιλιών (poikilión) |
accusative | ποικιλία (poikilía) | ποικιλίες (poikilíes) |
vocative | ποικιλία (poikilía) | ποικιλίες (poikilíes) |
Further reading
edit- ποικιλία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language