ράτσα
Greek
editEtymology
editPronunciation
editNoun
editράτσα • (rátsa) f (plural ράτσες)
- (biology) race, a breed or strain of domesticated animal
- Η ιδιοσυγκρασία του Γκόλντεν Ριτρίβερ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ράτσας.
- I idiosygkrasía tou Gkólnten Ritríver eínai charaktiristikó gnórisma tis rátsas.
- The Golden Retriever's temperament is characteristic of the breed.
- (rare) race (of human races)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | ράτσα (rátsa) | ράτσες (rátses) |
genitive | ράτσας (rátsas) | - |
accusative | ράτσα (rátsa) | ράτσες (rátses) |
vocative | ράτσα (rátsa) | ράτσες (rátses) |
Synonyms
edit- (human): φυλή f (fylí)
Derived terms
edit- αντιρατσιστικός (antiratsistikós, “antiracist”, adjective)
- ρατσισμός m (ratsismós, “racism”)
- ρατσιστής m (ratsistís, “racist”)
- ρατσιστικός (ratsistikós, “racist”, adjective)
- ρατσίστρια f (ratsístria, “racist”)